- οπισθοτονία
- ὀπισθοτονία, ἡ (Α) [οπισθότονος]νόσος κατά την οποία τα μέλη τού σώματος, όταν τεντώνουν, κάμπτονται προς τα πίσω και σκληραίνουν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀπισθοτονίαν — ὀπισθοτονίᾱν , ὀπισθοτονία a disease in which the body is drawn back and stiffens fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπισθοτονώδης — ὀπισθοτονώδης, ῶδες (Α) [οπισθότονος] 1. αυτός που πάσχει από οπισθοτονία 2. αυτός που προκαλείται από οπισθοτονία … Dictionary of Greek
οπισθοτονικός — ὀπισθοτονικός, ή, όν (Α) [οπισθότονος] αυτός που πάσχει από οπισθοτονία. επίρρ... ὀπισθοτονικῶς (Α) με τα συμπτώματα τής οπισθοτονίας … Dictionary of Greek
οπισθότονος — η, ο (Α ὀπισθότονος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οπισθότονος γενικευμένη σύσπαση τών μυών τού σώματος και κυρίως τών εκτεινόντων, κατά τη διάρκεια τής οποίας η κεφαλή και ο κορμός αναστρέφονται προς τα πίσω, ενώ τα άκρα είναι σε υπερέκταση, και … Dictionary of Greek
ԼՈՐՑՔ — (ցից.) NBH 1 0893 Chronological Sequence: Unknown date գ. ὁπισθοτονία, ὁπισθότονος convulsio partium in posteriora, partium posteriorum distensio. Ախտ մարմնոյ՝ յետադարձութեամբ կամ ոլորմամբ մասանց. յետս ձգումն ջղաց. *Որք արդեօք հիւանդութիւնք՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)